διαλέγει

διαλέγει
διαλέγω
pick out
pres ind mp 2nd sg
διαλέγω
pick out
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιρετής — αἱρετὴς ( οῡ), ο (Α) 1. [αἱρῶ] ο ερευνητής αρχείων αυτός που επιζητεί κάτι «αἱρετὴς ἀγαθῶν» 2. [αἱροῡμαι] αυτός που διαλέγει …   Dictionary of Greek

  • αιρετίς — αἱρετὶς και αἱρέτις ( ιδος), η (Α) αυτή που εκλέγει, που διαλέγει. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τού αἱρετὴς < αἱροῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • αιρετιστής — αἱρετιστής, ο (Α) [αἱρετίζω] 1. αυτός που διαλέγει, που εκλέγει 2. ιδρυτής φιλοσοφικής σχολής 3. ένθερμος οπαδός, θιασώτης αιρέσεως ή σχολής …   Dictionary of Greek

  • διαλεγώνας — ο αυτός που διαλέγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλέγω + ώνας*] …   Dictionary of Greek

  • καρδιοδιαλεχτής — ο αυτός που διαλέγει, δηλ. που εξετάζει, την καρδιά («σύρε φέρε τους γιατρούς, τους καρδιοδιαλεχτάδες», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + διαλέγω] …   Dictionary of Greek

  • κόνδορας — Αρπακτικό, ημερόβιο πουλί της οικογένειας των γυπιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Vultur gryphus.Συγγενικό με τους γύπες της Ευρώπης και της Αφρικής, ο κ. είναι το μεγαλύτερο πτηνό με μήκος που ξεπερνά το 1 μ.… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • παπάρα — η 1. ψωμί μουσκεμένο μέσα σε νερό 2. πρόχειρο φαγητό παρασκευασμένο από τρίμματα ψωμιού βρασμένα σε ζωμό, γάλα, λάδι ή κρασί 3. μτφ. έντονη επίπληξη, προσβολή, κατσάδιασμα 4. παροιμ. «όποιος διαλέγει τη λαγάρα, παίρνει την παπάρα» όσοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”